Η Άννα περπατούσε στην αμμουδιά καθώς ο ήλιος έγερνε πίσω από τον ορίζοντα, βάφοντας τον ουρανό με χρυσαφένιες και πορφυρές αποχρώσεις. Ο αέρας μύριζε αλάτι και ελευθερία, αλλά μέσα της, υπήρχε μόνο βάρος. Ήταν από εκείνες τις μέρες που οι σκέψεις δεν σταματούσαν, που το μυαλό της ήταν ένας ατελείωτος λαβύρινθος χωρίς έξοδο.
Έσκυψε και πήρε ένα βότσαλο. Το κοίταξε για λίγο, νιώθοντας την ψυχρότητά του στην παλάμη της. Αν το πετάξω στη θάλασσα, θα χαθεί για πάντα, σκέφτηκε. Όπως θα έπρεπε να χαθούν και οι φόβοι μου.
Μα πριν προλάβει να το πετάξει, ένας ηλικιωμένος άντρας που καθόταν λίγο πιο πέρα της μίλησε:
“Ξέρεις τι είναι όμορφο με τα βότσαλα; Όλα έχουν σμιλευτεί από τα κύματα. Κάποτε ήταν κοφτερά και ακανόνιστα, αλλά η θάλασσα τα έκανε απαλά και μοναδικά.”
Η Άννα γύρισε και τον κοίταξε. Είχε γκρίζα μαλλιά και μάτια γεμάτα κατανόηση.
- “Όπως κι εμείς, έτσι;” του είπε χαμηλόφωνα.
- “Ακριβώς. Οι δυσκολίες δεν είναι το τέλος, αλλά το ταξίδι. Μας διαμορφώνουν, μας μαθαίνουν, μας κάνουν δυνατότερους.”
Η Άννα κοίταξε ξανά το βότσαλο και χαμογέλασε αχνά. Ίσως η ψυχή της να ήταν κι αυτή σαν ένα βότσαλο που σμιλευόταν ακόμη από τα κύματα της ζωής. Ίσως δεν είχε χαθεί. Ίσως απλώς βρισκόταν στη διαδικασία του να γίνει κάτι όμορφο.
Και με αυτή τη σκέψη, άφησε το βότσαλο να πέσει απαλά στην άμμο, όχι για να χαθεί, αλλά για να βρει τη θέση του στον κόσμο, όπως κι εκείνη.



